- Βρῖθοσύνη
- Βρῖθοσύνη (βρίθω): weight, Il. 5.839 and Il. 12.460.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
βριθοσύνη — βριθοσύνη, η (Α) βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς] … Dictionary of Greek
βριθοσύνη — βρῑθοσύνη , βριθοσύνη weight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριθοσύνῃ — βρῑθοσύνῃ , βριθοσύνη weight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριθοσύνης — βρῑθοσύνης , βριθοσύνη weight fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)